- αἰπεινός
- αἰπεινόςhighmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιπεινός — αἰπεινός, ή, ὸν (Α) 1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος 2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος 3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι» 4. δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς] … Dictionary of Greek
αἰπεινά — αἰπεινός high neut nom/voc/acc pl αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc/acc dual αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινῶν — αἰπεινός high fem gen pl αἰπεινός high masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινόν — αἰπεινός high masc acc sg αἰπεινός high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναῖς — αἰπεινός high fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναί — αἰπεινός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖο — αἰπεινός high masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσι — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσιν — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοί — αἰπεινός high masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)